σκέλεσι

σκέλεσι
σκέλος
leg
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • BRACA — non Gallica vox, uti nonnulli contendunt, sed pura puta Graeca. Salmas. ad Tertullian. de Pallio p. 123. aliter Bracca, vestis species, quâ crura reguntur, ait Hieronymus in Dan. c. 3. Α᾿ναξυρίδ`α vocat Diodor. Sic. Biblioth. l. 5. et Hesych. etc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • προβαίνω — ΝΜΑ 1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.) 2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι νεοελλ. 1. (με την πρόθεση σε)… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίζω — Α [χάραξ, ακος] 1. περιχαρακώνω με αιχμηρούς πασσάλους μπήγοντάς τους στη γη σταυροειδώς 2. φρ. «χαρακίζουσι τοῖς προσθίοις σκέλεσι» (για τις μύγες) καθαρίζονται διασταυρώνοντας τα μπροστινά τους πόδια (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρονομώ — χειρονομῶ, έω, ΝΑ [χειρονόμος] νεοελλ. 1. κάνω μηχανικές κινήσεις με τα χέρια την ώρα που μιλώ 2. κάνω συνθηματικές κινήσεις με τα χέρια αρχ. 1. κινώ ρυθμικά και κανονικά τα χέρια μου σε αγώνα ή σε χορό 2. (για πυγμάχο) κάνω ασκήσεις, προπονούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”